- νεανίσκοι
- νεᾱνίσκοι , νεανίσκοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CULCITRAE Subalares — apud Lamprid. in Heliogabalo, c. 19. Nec cubuit in accubitis facile, nisi its, quae pilum leporinum haberent, aut plumas perdicum, subalares culcitras saepe mutans: Sunt pulvini, quibus undique fulciebantur delicatiores, cum accumberent,… … Hofmann J. Lexicon universale
νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… … Dictionary of Greek
νεαρός — ή, ό (ΑΜ νεαρός, ά, όν) μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος νεοελλ. αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός») (νεοελλ. μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί α) συλλογή… … Dictionary of Greek
προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… … Dictionary of Greek
χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿՏԻ — (տւոյ, տեաւ, տեամբք.) NBH 2 0206 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. Յոքնականն Մանուկ բառիդ. այսինքն Մանկունք. որպէս տղայք, պատանիք, երիտասարդք. ծառայք. παιδάρια, παιδιά, παῖδες, νεανίσκοι pueruli, pueri, iuvenes, servi. տղաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ИОИЛЬ — Прор. Иоиль. Мозаика ц. Панагии Паригоритиссы в Арте, Греция. Ок. 1290 г. Прор. Иоиль. Мозаика ц. Панагии Паригоритиссы в Арте, Греция. Ок. 1290 г. Прор. Иоиль. Фрагмент иконы «Пророки Иаков, Захария, Малахия, Иоиль» из иконостаса собора… … Православная энциклопедия